Απο την Ίριδα Κρέμερ – Συμβουλευτική Ψυχολόγος
Χτύπησε το τηλέφωνο και άκουσα κλάματα. Η φωνή δεν έβγαινε και η ανάγκη για εκτόνωση και αποδοχή ήταν μεγάλη. Η φίλη μου, μόλις πρώτη φορά μαμά, μπερδεμένη, χαμένη και γεμάτη τύψεις και ενοχές για τον μητρικό της ρόλο που μετρούσε μόλις λίγες ημέρες. Η δυσκολία της να θηλάσει ήταν η αιτία που φίλες της μαμάδες την είχαν ενοχοποιήσει για την κατά τη γνώμη τους ανικανότητα της να προσφέρει με φυσικό τρόπο τροφή στο παιδί της. Μια γυναίκα σε μια τόσο ευαίσθητη συναισθηματική φάση, που βίωνε για πρώτη φορά, είχε δεχτεί την «επίθεση» άλλων γυναικών, μάλλον «τέλειων» μαμάδων, που την κατηγόρησαν για κάτι που ούτε ο ίδιος ο παιδίατρος δεν την είχε επιπλήξει. Στα μάτια των άλλων μαμάδων, η δυσκολία της να θηλάσει μεταφέρθηκε προς εκείνην με τέτοια βαρύτητα ως έγκλημα στην ανθρωπότητα. Ένιωσε απόρριψη, στεναχώρια και ανικανότητα να ακολουθήσει το μητρικό της ρόλο. Έπρεπε να παραιτηθεί;
Θύμωσα. Θύμωσα ως γυναίκα και ως φίλη. Από πότε μια γυναίκα που δυσκολεύεται για οποιονδήποτε λόγο στον μητρικό της ρόλο είναι ακατάλληλη για μητέρα και πρέπει να την ρίξουμε στην πυρά; Ο ψυχαναλυτής Donald Winnicott, που μελέτησε την σχέση μητέρας–παιδιού , μιλούσε για την ανυπαρξία της τελειότητας, δηλαδή ότι δεν υπάρχει το τέλειο παιδί για την μητέρα, αλλά ούτε και η τέλεια μητέρα για το παιδί. Υπάρχει η καλύτερη δυνατή μητέρα και το καλύτερο δυνατό παιδί βάσει της σχέσης που αναπτύσσεται. Δεν μπορεί να υπάρχει τελειότητα σε αυτές τις σχέσης, όπως επίσης δεν υπάρχουν αποκλειστικά και μόνο όμορφα συναισθήματα. Είναι λίγοι οι γονείς που έχουν το σθένος να παραδεχθούν, ότι όσο κι αν λατρεύουν τα παιδιά τους περνούν στιγμές πολύ δύσκολες και ψυχικά διαβρωτικές. Δεν είναι καθόλου παράλογο και κάθε άλλο παρά φυσικό. Μία ζωή που προσπαθεί να επιβιώσει, κυριολεκτικά και αργότερα να αναπτύξει την δική του προσωπικότητα, θα εξαντλήσει όλους του ανθρώπινους πόρους που είναι διαθέσιμοι γύρω του για να φτάσει στην ολοκλήρωση. Τα παιδιά εξαντλούν σωματικά και ψυχικά τους γονείς πολλές φορές, δοκιμάζοντας τις αντοχές τους σε όλα τα επίπεδα και εξισορροπούν με την αγάπη τους και την γλυκύτητα τους αυτή την σχέση.
Γι’ αυτούς τους γονείς γράφω το άρθρο αυτό.
Γι’ αυτές τις γυναίκες που δυσκολεύονται στον μητρικό τους ρόλο. Για τις γυναίκες που δεν ήθελαν να γίνουν μανούλες και τους «επιβλήθηκε» και παρόλ’ αυτά ανταποκρίθηκαν όσο καλύτερα μπορούσαν στο ρόλο τους, ακούγοντας διαρκώς τα σχόλια και την κριτική του περιβάλλοντος για το πόσο καλές ή κακές μαμάδες είναι. Για τις γυναίκες που φέρνοντας στον κόσμο το πρώτο τους παιδί, αναβίωσε μέσα από αυτή την εμπειρία η δική τους άσχημη και δύσκολη παιδική ηλικία με την δική τους μητέρα, χαμένες και μπερδεμένες για το πώς πρέπει οι ίδιες να διαχειριστούν την σχέση τους με το δικό τους παιδί και βαθιά ενοχικές που δε νιώθουν την ευτυχία του ερχομού του παιδιού τους όπως οι άλλες μαμάδες γύρω τους. Για τις μητέρες που κακοποιήθηκαν ως παιδιά από τους γονείς τους και ζουν με την αγωνία καθημερινά μήπως και το δικό τους παιδί κακοποιηθεί από κάποιον στο περιβάλλον τους ή ακόμα και από τις ίδιες, άθελα τους. Για τις γυναίκες που μεγαλώνουν μόνες τους ένα παιδί επειδή επέλεξαν να χωρίσουν από έναν γάμο που κακοποιούσε ψυχικά κι εκείνες και το παιδί τους και παλεύουν καθημερινά να επιβιώσουν με την απόφαση τους.
Μια μητέρα δεν χρειάζεται κριτική. Χρειάζεται έναν άνθρωπο να την ακούσει, να την βοηθήσει και να της δείξει ποιος είναι ο καλύτερος δυνατός τρόπος, βάσει της καθημερινότητας της, να φροντίσει και διαπαιδαγωγήσει το παιδί της, να μπορέσει να το αγαπήσει και να αγαπηθεί από αυτό. Το να είμαστε επικριτικοί και να απορρίπτουμε μια μητέρα, είναι σαν να της δίνουμε κίνητρο προς την παραίτηση από τον τόσο σημαντικό για το παιδί της και για εκείνη ρόλο.