Από την Εαυγγελία Γιαννακοπούλου – Λογοθεραπεύτρια
Σήμερα σύμφωνα με καταγεγραμμένα στοιχεία το 10% των παιδιών που φοιτούν στα σχολεία είναι δίγλωσσα. Ένα παιδί θεωρείται δίγλωσσο, όταν εκτίθεται και στις δυο γλώσσες από την ηλικία των 0-6 ετών όπου τυπικά είναι και το διάστημα ανάπτυξης του λόγου και της ομιλίας.
Η διγλωσσία όμως χωρίζεται σε δύο κυρίως κατηγορίες, όπως θα δούμε παρακάτω:
• Η πρώτη κατηγορία ονομάζεται ταυτόχρονη, όπου σ’ αυτήν την περίπτωση το παιδί έρχεται σε επαφή και με τις δύο γλώσσες από την γέννησή του αλλά και πριν την ηλικία των τριών ετών.
• Η δεύτερη κατηγορία είναι η διαδοχική ή επάλληλη διγλωσσία. Αναφέρεται στις περιπτώσεις παιδιών, όπου ενώ έχουν κατακτήσει τη μια γλώσσα σε μεγάλο βαθμό, ξαφνικά όταν πηγαίνει στο νηπιαγωγείο εκτίθεται και στη δεύτερη γλώσσα. Στο σχολείο γίνεται η συστηματική εκμάθηση της δεύτερης γλώσσας. Χρησιμοποιούν συνήθως μικρότερες προτάσεις απ’ ότι στην πρώτη τους γλώσσα, έχουν δυσκολία έκφρασης λόγω του μειωμένου λεξιλογίου τους. Οι δυο γλώσσες μπορεί να εναλλάσσονται σκόπιμα ή μη.
Ποιοι είναι οι παράγοντες που βοηθούν στην ανάπτυξη της δεύτερης γλώσσας;
• Η ηλικία στην οποία το παιδί αρχίζει να μαθαίνει τη δεύτερη γλώσσα (όσο πιο μικρό τόσο πιο εύκολα μαθαίνει)
• Το ποσοστό που εκτίθεται το παιδί στη δεύτερη γλώσσα (αν ακούει τη δεύτερη γλώσσα σε καθημερινή βάση ή τη χρησιμοποιεί σε μεμονωμένες δραστηριότητες)
• Την ποιότητα έκθεσης του παιδιού στη δεύτερη γλώσσα. Πιο συγκεκριμένα, το παιδί μπορεί να ακούει καθημερινά τα ελληνικά από τους γονείς του αλλά η ποιότητα να είναι κακή (π.χ. σπαστά ελληνικά)
Υπάρχει σχέση ανάμεσα στη διγλωσσία και στις διαταραχές λόγου –ομιλίας;
Πολλοί είναι οι γονείς που έχουν δίγλωσσα παιδιά και ανησυχούν μήπως το παιδί τους αναπτύξει κάποια διαταραχή. Έρευνες δείχνουν πως τα παιδιά μπορούν να μάθουν εύκολα μια δεύτερη γλώσσα. Φυσικά, κάποιες φορές μπορεί να εμφανιστεί κάποια δυσκολία ως προς την κατάκτηση της δεύτερης γλώσσας και εκεί επεμβαίνει ο λογοθεραπευτής.
Ο λογοθεραπευτής θα αξιολογήσει το παιδί και στις δυο γλώσσες, όσο του είναι δυνατόν, και θα σχεδιάσει το πρόγραμμα παρέμβασης εφόσον κρίνει ότι χρειάζεται για το συγκεκριμένο παιδί. Να τονίσουμε όμως, πως αν το παιδί παρουσιάσει μια δυσκολία σε ένα κομμάτι κατάκτησης της πρώτης γλώσσας (π.χ χρήση γραμματικών κανόνων) είναι πολύ πιθανό να το παρουσιάσει και στην δεύτερη γλώσσα. Υπάρχουν φορές που για ένα διάστημα (το οποίο θα κρίνει ο λογοθεραπευτής) θα πρέπει να γίνει διακοπή της χρήσης της δεύτερης γλώσσας στο σπίτι. Αυτό θα βοηθήσει το παιδί να κατακτήσει καλύτερα τη γλώσσα που χρησιμοποιεί στο σχολείο και στις κοινωνικές του συναναστροφές. Όπως επίσης θα πρέπει να χρησιμοποιείται ένα πρόγραμμα καθώς και κάποιες συμβουλές ως προς τη χρήση των γλωσσών στο σπίτι.
Τι μπορεί να συμπεριλαμβάνεται σ’ αυτό;
• Όταν ξεκινάω έναν διάλογο χρησιμοποιώντας την κυρίαρχη γλώσσα τον τελειώνω χρησιμοποιώντας μόνο αυτήν
• Διαλέγω ποιες ώρες π.χ κατά τη διάρκεια του πρωινού θα χρησιμοποιούμε τη δεύτερη γλώσσα
• Επιλέγουμε τον γονιό ο οποίος χειρίζεται καλύτερα την κάθε γλώσσα έτσι ώστε να υπάρχει σταθερότητα (για παράδειγμα ο μπαμπάς χειρίζεται καλύτερα την ελληνική γλώσσα από ότι η μαμά που είναι Αγγλίδα )
• Όταν ο ένας γονιός μιλάει στη μια γλώσσα ο άλλος γονιός θα πρέπει να τον καταλαβαίνει
• Δεν θα πρέπει να ενισχύουν τη μετάβαση από τη μια γλώσσα στην άλλη μέσα σε μια πρόταση
Ας μην ξεχνάμε πως είναι ωραίο να μπορούμε να επικοινωνούμε σωστά και χωρίς δυσκολίες σ’ οποιαδήποτε γλώσσα κι αν χρησιμοποιούμε!
Πηγή μέρους του άρθρου: http://www.asha.org/public/speech/developmant/BilingualChildren.ht